φάντρα

φάντρα
η, Ν
βλ. υφάντρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υφάντρα — η / ὑφάντρα, ΝΜΑ, και φάντρα Ν βλ. υφαντής …   Dictionary of Greek

  • υφαντής — (textor). Γένος πτηνών της οικογένειας των Πλοκειδών. Περιλαμβάνει μικρόσωμα ή μεγαλόσωμα πουλιά με παχύ ράμφος μακρουλό και κωνικό. Τα φτερά και η ουρά του είναι μέτρια και καταλήγουν σε στρογγυλοειδή άκρα, τα δε πόδια τους είναι αρκετά ψηλά και …   Dictionary of Greek

  • υφάντρα — υφάντρα, η και φάντρα, η βλ. υφάντρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υφάντρια — η και υφάντρα, η και φάντρα, η και ανυφάντρα, η θηλ. του υφαντής (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υφαντής — ο θηλ. υφάντρια και υφάντρα και φάντρα και ανυφάντρα τεχνίτης ειδικός στην υφαντική (βλ. λ.), ο ανυφαντής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”